Μία πολύ συνηθισμένη εξίσωση που την συναντάμε πολύ συχνά είναι αυτή του
“Δεν Μπορώ = Δεν Θέλω”.
Την έκφραση αυτήν, την έχουμε ακούσει να την λένε φίλοι, συγγενείς, συνάδελφοι ακόμα και άγνωστοι. Κατά πάσα πιθανότητα την έχουμε πει και εμείς οι ίδιοι τουλάχιστον μία φορά, όπως και την έχουμε ακούσει να μας την λένε.
Ανακαλώντας την προσωπική μας εμπειρία σχετικά με αυτήν την έκφραση – εξίσωση, διαπιστώνουμε την αναποτελεσματικότητα της επικοινωνίας ή του “διαλόγου” ανάμεσα στους δύο συνομιλητές, όπου ο ένας λέει “Δεν μπορώ να ……..” και ο άλλος λέει “Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω”.
Ξεκινάει λοιπόν μία συζήτηση στην οποία ο ένας επιμένει ότι δεν μπορεί και ο άλλος ότι δεν υπάρχει το “Δεν μπορώ” άρα απλά δεν θέλει. Και καθώς συνεχίζεται η επιμονή και από τα δύο μέρη, αυξάνονται οι πιθανότητες της λεκτικής σύγκρουσης.
Οι δύο συνομιλητές θα θυμώσουν και θα στεναχωρηθούν ίσως, δύο συναισθήματα τα οποία θα είναι και τα μόνα αποτελέσματα του διαλόγου τους που ως σκοπό είχε την πρόθεση του ενός να βοηθήσει τον άλλο να μπορέσει.
Αυτό συνήθως συμβαίνει γιατί ο υποστηρικτής της εξίσωσης, κρίνει το “Δεν Μπορώ” του άλλου, με βάση τις προσωπικές του εμπειρίες και την δική του εκλογικευμένη άποψη επί του θέματος, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι εφόσον μπορεί να το κάνει ο ίδιος ή ότι μπορούν και το έχουν κάνει και πολλοί άλλοι, συνεπάγεται αυτόματα ότι μπορεί να το κάνει και αυτός που λέει ότι δεν μπορεί. Και για να μην το κάνει τελικά σημαίνει ότι δεν θέλει. Τελεία και παύλα.
Υπάρχει και η περίπτωση να κρίνει με βάση τις εμπειρίες αυτού του ίδιου που λέει ότι δεν μπορεί, εφόσον τον γνωρίζει τόσο καλά. Θυμάται και συγκρίνει καταστάσεις παρόμοιες που είχε ξεπεράσει και είχε μπορέσει στο παρελθόν και συμπεραίνει ότι όπως μπόρεσε τότε, έτσι μπορεί ή πρέπει να μπορεί και τώρα.
Και αν λέει και επιμένει ότι δεν μπορεί, ψεύδεται, και αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι δεν θέλει και απλά χρησιμοποιεί το “Δεν Μπορώ” ως δικαιολογία ενδεχομένως.
Και στις δύο περιπτώσεις είναι λανθασμένη η προσέγγιση και ο τρόπος σκέψης του υποστηρικτή της εξίσωσης. Διότι κρίνει εξ’ιδίων τα αλλότρια. Στην πρώτη περίπτωση, το σημείο αναφοράς είναι ο ίδιος (ή και οι άλλοι) σε σχέση με την γενική αντίληψη επί του θέματος. Στην δεύτερη και πάλι ο ίδιος είναι το σημείο αναφοράς παρ’όλο που φαίνεται το αντίθετο, γιατί η κρίση του γίνεται με βαση τις εμπειρίες του συνομιλητή του που “δεν μπορεί”. Σε αυτό το σημείο ακριβώς βρίσκεται και η παγίδα. Διότι κρίνει και καταλήγει σε ένα συμπεράσμα με βάση την δική του προσωπική αντίληψη για τις εμπειρίες του άλλου στο παρελθόν. Του διαφεύγει όμως μία σημαντικότατη λεπτομέρεια. Ότι το συγκεκριμένο “Δεν Μπορώ” στο τώρα, όσο όμοιο και αν φαίνεται με τα παρελθοντικά “Δεν μπορώ”, δεν είναι. Υπάρχει μία μικρή διαφοροποίηση που είναι υπεύθυνη για το τωρινό “Δεν Μπορώ”.
Αν δεν ψάξει ο υποστηρικτής της εξίσωσης να βρει αυτήν την διαφοροποίηση, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ο τρόπος για να βρούμε αυτήν την διαφοροποίηση, αν όντως υπάρχει, είναι να σταματήσουμε να θεωρούμε την εξίσωση σωστή εξ’ορισμού.
Γιατί πόσες φορές έχει ειπωθεί το
“Πραγματικά θέλω….Δεν μπορώ όμως”
Αν και εμείς από την μεριά μας θέλουμε πραγματικά να βοηθήσουμε, ξεχνάμε την εξίσωση και ρωτάμε
“Σε πιστεύω ότι πραγματικά θέλεις και δεν μπορείς….Μήπως όμως αυτό που πραγματικά εννοείς είναι ότι θέλεις και ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΠΩΣ μπορείς?”
Αυτή ερώτηση είναι πάρα πολύ πιθανό να ξεκλειδώσει την όλη κατάσταση και ο συνομιλητής μας να απαντήσει
“Nαι αυτό είναι…Δεν ξέρω πως. Έχω κολλήσει…”
Από αυτό το σημείο και έπειτα, ξεκινάει ένας εποικοδομητικός διάλογος για να βρεθεί πως θα μπορέσει. Για να βρεθεί αυτή η λεπτομέρεια που κάνει την διαφορά. Δεν θα υπάρξει ένταση, κάνενας στο τέλος της συζητησης δεν θα είναι θυμωμένος ή στεναχωρημένος. Το αντίθετο μάλιστα, καθώς είναι πολύ πιθανό να βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο θα μπορέσει.
Και από την στιγμή που θα βρεθεί ο τρόπος, το πως θα μπορέσει, υπάρχουν μόνο δύο επιλογές.
Ή θα το κάνει αποδεικνύντας ότι πραγματικά ήθελε και δεν ήξερε πως μπορούσε,
Ή δεν θα το κάνει αποδεικνύοντας ότι εξ’αρχής δεν ήθελε και απλά χρησιμοποιούσε το “Δεν Μπορώ” ως δικαιολογία.
Το ζητούμενο στην περίπτωση της εξίσωσης αυτής, εφόσον αποφασίσουμε να εμπλακούμε λόγω καλής πρόθεσης ή υποχρέωσης να βοηθήσουμε, είναι αποκλειστικά ένα και μόνο. Να διατηρήσουμε εμείς οι ίδιοι την ψυχική μας ηρεμία καθ’όλη την διαδικασία. Αυτό μπορεί να συμβεί ξεκινώντας με την προϋπόθεση ότι θέλει και δεν ξέρει πως μπορεί, και κάνουμε την ανάλογη ερώτηση. Με αυτήν την στρατηγική, το ένα από τα δύο παραπάνω σενάρια αναγκαστικά θα επαληθευτεί.
Και ανάλογα με το ποιο θα επαληθευτεί, είτε θα απολαύσουμε την ηθική ικανοποίηση ότι βοηθήσαμε ουσιαστικά, είτε θα διαπιστώσουμε ότι δεν χρειάζεται ούτε να σπαταλήσουμε περισσότερο χρόνο και ενέργεια, ούτε και να αισθανθούμε οτιδήποτε αρνητικό, εφόσον ξέρει πλέον πως μπορεί και επιλέγει να μην θέλει, όντας απολύτως υπεύθυνος για τις αποφάσεις του και τις συνέπειες αυτών.