Εδώ και τρεις δεκαετίες, οι άνθρωποι κατακλύζονται από πληροφορίες που υποδηλώνουν την βεβαιότητα ότι η κατάθλιψη προκαλείται από μια “χημική ανισορροπία” στον εγκέφαλο τους – και συγκεκριμένα από μια ανισορροπία μιας χημικής ουσίας του εγκεφάλου που ονομάζεται σεροτονίνη. Ωστόσο, η πιο πρόσφατη ανασκόπηση της έρευνάς μας δείχνει ότι τα επιστημονικά στοιχεία δεν υποστηρίζουν αυτό το γεγονός.
Αν και προτάθηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1960, η θεωρία της σεροτονίνης για την κατάθλιψη άρχισε να προωθείται ευρέως από τη φαρμακευτική βιομηχανία τη δεκαετία του 1990 σε συνδυασμό με τις προσπάθειές της να διαθέσει στην αγορά μια νέα σειρά αντικαταθλιπτικών, γνωστών και ως εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης ή SSRI.
Η ιδέα υποστηρίχθηκε επίσης από επίσημα ιδρύματα όπως η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, η οποία λέει στο κοινό ακόμα και σήμερα ότι “διαφορές σε ορισμένες χημικές ουσίες στον εγκέφαλο μπορεί να συμβάλλουν στα συμπτώματα της κατάθλιψης”.
Αμέτρητοι γιατροί έχουν επαναλάβει το μήνυμα σε όλο τον κόσμο, στα ιδιωτικά τους ιατρεία και στα μέσα ενημέρωσης. Οι άνθρωποι αποδέχτηκαν αυτό που τους είπαν. Και πολλοί άρχισαν να παίρνουν αντικαταθλιπτικά επειδή πίστευαν ότι είχαν κάποιο πρόβλημα στον εγκέφαλό τους που απαιτούσε ένα ειδικό φάρμακο, ένα αντικαταθλιπτικό για να διορθωθεί. Κατά την περίοδο αυτού του μάρκετινγκ, η χρήση αντικαταθλιπτικών αυξήθηκε δραματικά, και τώρα συνταγογραφούνται σε έναν στους έξι ενήλικες στην Αγγλία, για παράδειγμα.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, κάποιοι ακαδημαϊκοί, και ορισμένοι κορυφαίοι ψυχίατροι, υποστήριζαν ότι δεν υπάρχουν ικανοποιητικά στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν την άποψη ότι η κατάθλιψη είναι αποτέλεσμα ασυνήθιστα χαμηλής ή ανενεργής σεροτονίνης. Άλλοι συνεχίζουν να υποστηρίζουν τη θεωρία. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, δεν έχει υπάρξει συνολική ανασκόπηση των ερευνών σχετικά με τη σεροτονίνη και την κατάθλιψη που να επιτρέπει ασφαλή συμπεράσματα είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση.
Εκ πρώτης όψεως, το γεγονός ότι τα αντικαταθλιπτικά τύπου SSRI δρουν στο σύστημα της σεροτονίνης φαίνεται να υποστηρίζει τη θεωρία της σεροτονίνης για την κατάθλιψη. Τα SSRI αυξάνουν προσωρινά τη διαθεσιμότητα της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η κατάθλιψη προκαλείται από το αντίθετο αυτής της επίδρασης.
Υπάρχουν και άλλες εξηγήσεις για τις επιδράσεις των αντικαταθλιπτικών. Στην πραγματικότητα, οι δοκιμές φαρμάκων δείχνουν ότι τα αντικαταθλιπτικά μόλις και μετά βίας διακρίνονται από ένα εικονικό φάρμακο (placebo) όσον αφορά τη θεραπεία της κατάθλιψης. Επίσης, τα αντικαταθλιπτικά φαίνεται να προκαλούν γενικευμένη συναισθηματική αποχαύνωση που μπορεί να επηρεάσει τη διάθεση των ανθρώπων, αν και δεν γνωρίζουμε πώς προκύπτει αυτή η επίδραση ή δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες προς το παρόν.
Πρώτη ολοκληρωμένη ανασκόπηση
Από τη δεκαετία του 1990 έχουν γίνει εκτεταμένες έρευνες σχετικά με το σύστημα της σεροτονίνης, αλλά δεν είχαν συγκεντρωθεί συστηματικά στο παρελθόν.
Πραγματοποιήσαμε μια ανασκόπηση τύπου “ομπρέλας” που περιελάμβανε τον συστηματικό εντοπισμό και τη συγκέντρωση των υφιστάμενων ερευνών για όλα τα των στοιχεία από κάθε έναν από τους κύριους τομείς έρευνας σχετικά με τη σεροτονίνη και την κατάθλιψη. Παρόλο που στο παρελθόν υπήρξαν συστηματικές έρευνες μεμονωμένων τομέων, καμία δεν συνδύασε τα στοιχεία από όλους τους διαφορετικούς τομείς ακολουθώντας αυτή την προσέγγιση.
Ένας νέος τομέας έρευνας τον οποίο συμπεριλάβαμε ήταν η έρευνα που συνέκρινε τα επίπεδα της σεροτονίνης και των προϊόντων διάσπασής της στο αίμα ή στο εγκεφαλικό υγρό. Συνολικά, η έρευνα αυτή δεν έδειξε διαφορά μεταξύ των ατόμων με κατάθλιψη και εκείνων χωρίς κατάθλιψη.
Ένας άλλος ερευνητικός τομέας επικεντρώθηκε στους υποδοχείς σεροτονίνης, οι οποίοι είναι πρωτεΐνες στα άκρα των νεύρων με τα οποία συνδέεται η σεροτονίνη και οι οποίοι μπορούν να μεταδώσουν ή να αναστείλουν τις επιδράσεις της σεροτονίνης.
Οι έρευνες σχετικά με τον πιο συχνά ερευνώμενο υποδοχέα σεροτονίνης έδειξαν είτε ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των ατόμων με κατάθλιψη και των ατόμων χωρίς κατάθλιψη, είτε ότι η δραστηριότητα της σεροτονίνης ήταν στην πραγματικότητα αυξημένη στα άτομα με κατάθλιψη – το αντίθετο από την πρόβλεψη της θεωρίας της σεροτονίνης.
Οι έρευνες σχετικά με τον “μεταφορέα” της σεροτονίνης, δηλαδή την πρωτεΐνη που συμβάλλει στον τερματισμό της επίδρασης της σεροτονίνης (αυτή είναι η πρωτεΐνη στην οποία δρουν τα SSRIs), έδειξαν επίσης ότι, αν μη τι άλλο, υπήρχε αυξημένη δραστηριότητα σεροτονίνης στα άτομα με κατάθλιψη. Ωστόσο, τα ευρήματα αυτά μπορεί να εξηγούνται από το γεγονός ότι πολλοί συμμετέχοντες στις μελέτες αυτές είχαν χρησιμοποιήσει αντικαταθλιπτικά ή τα χρησιμοποιούσαν ήδη.
Εξετάσαμε επίσης έρευνες που διερευνούσαν κατά πόσο μπορεί να προκληθεί κατάθλιψη σε εθελοντές με τεχνητή μείωση των επιπέδων σεροτονίνης. Δύο συστηματικές έρευνες από το 2006 και το 2007 και ένα δείγμα των δέκα πιο πρόσφατων μελετών (τη στιγμή που διεξήχθη η παρούσα έρευνα) διαπίστωσαν ότι η μείωση της σεροτονίνης δεν προκάλεσε κατάθλιψη σε εκατοντάδες υγιείς εθελοντές.
Μία από τις έρευνες έδειξε πολύ αδύναμες ενδείξεις επίδρασης σε μια μικρή υποομάδα ατόμων με οικογενειακό ιστορικό κατάθλιψης, αλλά σε αυτή συμμετείχαν μόνο 75 άτομα.
Πολύ μεγάλες μελέτες που αφορούσαν δεκάδες χιλιάδες ασθενείς εξέτασαν τη γονιδιακή παραλλαγή, και συμπεριέλαβαν και το γονίδιο που έχει τις οδηγίες για την κατασκευή του μεταφορέα σεροτονίνης. Δεν διαπίστωσαν καμία διαφορά στη συχνότητα των ποικιλιών αυτού του γονιδίου μεταξύ των ατόμων με κατάθλιψη και των υγιών ατόμων ελέγχου.
Αν και μια διάσημη πρώιμη μελέτη διαπίστωσε μια σχέση μεταξύ του γονιδίου του μεταφορέα σεροτονίνης και των στρεσογόνων γεγονότων της ζωής, μεγαλύτερες και πιο ολοκληρωμένες μελέτες δείχνουν ότι δεν υπάρχει τέτοια σχέση. Τα στρεσογόνα γεγονότα της ζωής από μόνα τους, ωστόσο, άσκησαν ισχυρή επίδραση στον επακόλουθο κίνδυνο των ανθρώπων να αναπτύξουν κατάθλιψη.
Ορισμένες από τις μελέτες της επισκόπησής μας που περιλάμβαναν άτομα που έπαιρναν ή είχαν πάρει στο παρελθόν αντικαταθλιπτικά έδειξαν στοιχεία ότι τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να μειώνουν τη συγκέντρωση ή τη δραστηριότητα της σεροτονίνης.
Δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία
Η θεωρία της σεροτονίνης για την κατάθλιψη υπήρξε μια από τις πιο επιδραστικές και εκτενώς ερευνημένες βιολογικές θεωρίες για την προέλευση της κατάθλιψης. Η μελέτη μας δείχνει ότι η άποψη αυτή δεν υποστηρίζεται από επιστημονικά στοιχεία. Θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση τη βάση για τη χρήση αντικαταθλιπτικών.
Τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά που χρησιμοποιούνται σήμερα θεωρείται ότι δρουν μέσω της επίδρασης τους στη σεροτονίνη. Ορισμένα επηρεάζουν επίσης τη χημική ουσία του εγκεφάλου, τη νοραδρεναλίνη. Όμως οι ειδικοί συμφωνούν ότι τα στοιχεία για τη συμμετοχή της νοραδρεναλίνης στην κατάθλιψη είναι ασθενέστερα από εκείνα για τη σεροτονίνη.
Δεν υπάρχει αυτήν την στιγμή άλλος αποδεκτός φαρμακολογικός μηχανισμός για το πώς τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να επηρεάζουν την κατάθλιψη. Εάν τα αντικαταθλιπτικά έχουν αποτέλεσμα ως ψευδοφάρμακα (placebo) ή με την αναισθητοποίηση των συναισθημάτων, τότε δεν είναι σαφές ότι κάνουν περισσότερο καλό παρά κακό.
Αν και η θεώρηση της κατάθλιψης ως βιολογικής διαταραχής μπορεί να φαίνεται ότι θα μείωνε το στίγμα, στην πραγματικότητα, η έρευνα έχει δείξει το αντίθετο, καθώς και ότι οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι η δική τους κατάθλιψη οφείλεται σε χημική ανισορροπία είναι πιο απαισιόδοξοι για τις πιθανότητες ανάρρωσής τους.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι άνθρωποι ότι η επικρατούσα άποψη ότι η κατάθλιψη οφείλεται σε “χημική ανισορροπία” είναι υποθετική. Και ότι ακόμα δεν καταλαβαίνουμε τι κάνουν στον εγκέφαλο η προσωρινή αύξηση της σεροτονίνης ή άλλες βιοχημικές αλλαγές που παράγονται και οφείλονται στα αντικαταθλιπτικά. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατο να πούμε ότι η λήψη αντικαταθλιπτικών SSRI αξίζει τον κόπο ή ακόμη και ότι είναι απολύτως ασφαλής.
Εάν παίρνετε αντικαταθλιπτικά, είναι πολύ σημαντικό να μην τα σταματήσετε χωρίς να μιλήσετε πρώτα με τον γιατρό σας. Αλλά οι άνθρωποι χρειάζονται όλες αυτές τις πληροφορίες για να λάβουν τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με το αν θα πάρουν ή όχι αυτά τα φάρμακα.
Πηγή : Dr. Joanna Moncrieff και Mark Horowitz